- προλεταριοποίηση
- η, Νη κοινωνική υποβάθμιση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας από μια ανώτερη κοινωνική τάξη και η ένταξή τους στην τάξη τού προλεταριάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προλετάριος + ποίηση (< ποιώ), απόδοση τού γαλλ. proletarisation].
Dictionary of Greek. 2013.